γεννησιμιός, -ιά, -ιό — αυτός που υπάρχει από τη γέννηση: Είναι τυφλός από γεννησιμιού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμιός — κατάλ. επιθ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προήλθε με συνίζηση από την κατάλ. ιμαῑος (βλ. αίος): ιμαῑος > ιμαιός > ιμιός.Παραδείγματα σε ιμιός: αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, γεννησιμιός, κλεψιμιός, παραριξιμιός, ριζιμιός … Dictionary of Greek
βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] … Dictionary of Greek
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek